επιτρεπτός

επιτρεπτός
-ή, -ό
που μπορεί να επιτραπεί, που επιτρέπεται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανεπίτρεπτος — η, ο επίρρ. α που δεν επιτρέπεται, ο απαράδεκτος, ο μη επιτρεπτός (αντίθ. επιτρεπτός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράκειμαι — ΝΑ και ποιητ. πάρκειμαι Ν (κυριολ. και μτφ.) βρίσκομαι κοντά σε κάποιον ή ενώπιον κάποιου αρχ. 1. ασκώ βία σε κάποιον, εξαναγκάζω κάποιον 2. παρεμβάλλομαι 3. είμαι επιτρεπτός 4. είμαι διαθέσιμος 5. γραμμ. α) αναφέρομαι, μνημονεύομαι σε κείμενα β) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”